- τουαλετάρισμα
- το, Ν [τουαλεταρίζομαι]1. ντύσιμο με επίσημο βραδινό φόρεμα2. ατομική καθαριότητα και φροντίδα τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουαλετάρισμα — το, ατος καλλωπισμός, επίσημο ντύσιμο: Αργεί στο τουαλετάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)